Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μανθάνω
μανιάκης
μανία
μανιάς
μανικός
μανιώδης
μάννα
μάννος
μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
μαντιπόλος
View word page
μανότης
μανότης μανότης, ητος, ἡ, looseness of texture, porousness, Arist. fewness, scantiness, Plat.
ShortDef
looseness of texture, porousness
Debugging
Headword:
μανότης
Headword (normalized):
μανότης
Headword (normalized/stripped):
μανοτης
IDX:
20259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20280
Key:
mano/ths
Data
{'content': 'μανότης\n μανότης, ητος, ἡ,\n looseness of texture, porousness, Arist.\n fewness, scantiness, Plat.', 'key': 'mano/ths'}