Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μανέρως
μανθάνω
μανιάκης
μανία
μανιάς
μανικός
μανιώδης
μάννα
μάννος
μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
μαντιπολέω
View word page
μανός
μανός .μανός, ή, όν Lat. rarus, loose in texture, porous, Plat., etc. few, scanty, Xen., etc.:—adv. -νῶς, τοσούτῳ μανότερον so much the less often, Xen.

ShortDef

loose, porous; few, scanty

Debugging

Headword:
μανός
Headword (normalized):
μανός
Headword (normalized/stripped):
μανος
IDX:
20258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20279
Key:
mano/s

Data

{'content': 'μανός\n .μανός, ή, όν\n Lat. rarus, loose in texture, porous, Plat., etc.\n few, scanty, Xen., etc.:—adv. -νῶς, τοσούτῳ μανότερον so much the less often, Xen.', 'key': 'mano/s'}