Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάνδρα
Μανέρως
μανθάνω
μανιάκης
μανία
μανιάς
μανικός
μανιώδης
μάννα
μάννος
μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
μαντικός
View word page
μαννοφόρος
μαννοφόρος from μάννος, φέρω μαννο-φόρος, ον wearing a collar, Theocr.

ShortDef

wearing a collar

Debugging

Headword:
μαννοφόρος
Headword (normalized):
μαννοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μαννοφορος
IDX:
20257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20278
Key:
mannofo/ros

Data

{'content': 'μαννοφόρος\n from μάννος, φέρω\n μαννο-φόρος, ον\n wearing a collar, Theocr.', 'key': 'mannofo/ros'}