Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μανδραγόρας
μάνδρα
Μανέρως
μανθάνω
μανιάκης
μανία
μανιάς
μανικός
μανιώδης
μάννα
μάννος
μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέος
μαντευτός
View word page
μάννος
μάννος .μάννος, ὁ, Lat. monile, a collar,
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μάννος
Headword (normalized):
μάννος
Headword (normalized/stripped):
μαννος
IDX:
20256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20277
Key:
ma/nnos
Data
{'content': 'μάννος\n .μάννος, ὁ,\n Lat. monile, a collar,', 'key': 'ma/nnos'}