Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαμμᾶν
μάμμη
Μαμμωνᾶ
μανδραγόρας
μάνδρα
Μανέρως
μανθάνω
μανιάκης
μανία
μανιάς
μανικός
μανιώδης
μάννα
μάννος
μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
View word page
μανικός
μανικός μᾰνῐκός, ή, όν μανία of or for madness, mad, Ar.; μανικόν τι βλέπειν to look mad, Ar. of persons, frenzied, frantic, Plat.:— mad, extravagant, Xen.: —adv., μανικῶς διακεῖσθαι Plat.

ShortDef

of or for madness, mad, frenzied, disposed to madness

Debugging

Headword:
μανικός
Headword (normalized):
μανικός
Headword (normalized/stripped):
μανικος
IDX:
20253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20274
Key:
maniko/s

Data

{'content': 'μανικός\n μᾰνῐκός, ή, όν\n μανία\n of or for madness, mad, Ar.; μανικόν τι βλέπειν to look mad, Ar.\n of persons, frenzied, frantic, Plat.:— mad, extravagant, Xen.: —adv., μανικῶς διακεῖσθαι Plat.', 'key': 'maniko/s'}