Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
μάμμη
Μαμμωνᾶ
μανδραγόρας
μάνδρα
Μανέρως
μανθάνω
μανιάκης
μανία
μανιάς
μανικός
μανιώδης
μάννα
μάννος
μαννοφόρος
μανός
μανότης
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
View word page
μανιάς
μανιάς μᾰνιάς, άδος, μανία raging, frantic, mad, Soph.; with a neut. Subst., μανιάσιν λυσσήμασι with mad ravings, Eur.
ShortDef
raging, frantic, mad
Debugging
Headword:
μανιάς
Headword (normalized):
μανιάς
Headword (normalized/stripped):
μανιας
IDX:
20252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20273
Key:
mania/s
Data
{'content': 'μανιάς\n μᾰνιάς, άδος,\n μανία\n raging, frantic, mad, Soph.; with a neut. Subst., μανιάσιν λυσσήμασι with mad ravings, Eur.', 'key': 'mania/s'}