Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μάλκη
μαλκίω
μᾶλλον
μαλλός
μαλός
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
μάμμη
Μαμμωνᾶ
μανδραγόρας
μάνδρα
Μανέρως
μανθάνω
μανιάκης
μανία
μανιάς
μανικός
μανιώδης
μάννα
μάννος
μαννοφόρος
View word page
μάνδρα
μάνδρα .μάνδρα, ἡ, an inclosed space: for cattle, a fold, byre, stable, Theocr., etc. the setting of a ring, Anth.
ShortDef
an inclosed space
Debugging
Headword:
μάνδρα
Headword (normalized):
μάνδρα
Headword (normalized/stripped):
μανδρα
IDX:
20247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20268
Key:
ma/ndra
Data
{'content': 'μάνδρα\n .μάνδρα, ἡ,\n an inclosed space: \n for cattle, a fold, byre, stable, Theocr., etc.\n the setting of a ring, Anth.', 'key': 'ma/ndra'}