Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μάλιον
Μαλίς
μαλίς
μάλιστα
μάλκη
μαλκίω
μᾶλλον
μαλλός
μαλός
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
μάμμη
Μαμμωνᾶ
μανδραγόρας
μάνδρα
Μανέρως
μανθάνω
μανιάκης
μανία
μανιάς
μανικός
View word page
μαμμᾶν
μαμμᾶν μαμμᾶν αἰτεῖν, to cry for the breast, to suck the breast, of babies, Ar. from μάμμη
ShortDef
(αἰτεῖν) to cry for the breast, to suck the breast
Debugging
Headword:
μαμμᾶν
Headword (normalized):
μαμμᾶν
Headword (normalized/stripped):
μαμμαν
IDX:
20243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20264
Key:
mamma=n
Data
{'content': 'μαμμᾶν\n μαμμᾶν αἰτεῖν, to cry for the breast, to suck the breast, of babies, Ar.\n from μάμμη', 'key': 'mamma=n'}