Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαλθακόφωνος
μάλθα
μαλθάσσω
μάλιον
Μαλίς
μαλίς
μάλιστα
μάλκη
μαλκίω
μᾶλλον
μαλλός
μαλός
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
μάμμη
Μαμμωνᾶ
μανδραγόρας
μάνδρα
Μανέρως
μανθάνω
μανιάκης
View word page
μαλλός
μαλλός .μαλλός, οῦ, ὁ, a lock of wool, wool, Hes., Aesch., etc.: — a lock of hair, Eur.
ShortDef
a lock of wool, wool
Mallos, city in Cilicia
Debugging
Headword:
μαλλός
Headword (normalized):
μαλλός
Headword (normalized/stripped):
μαλλος
IDX:
20240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20261
Key:
mallo/s
Data
{'content': 'μαλλός\n .μαλλός, οῦ, ὁ,\n a lock of wool, wool, Hes., Aesch., etc.: — a lock of hair, Eur.', 'key': 'mallo/s'}