Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαλερός
μάλη
μαλθακία
μαλθακίζομαι
μαλθάκινος
μαλθακιστέος
μαλθακός
μαλθακόφωνος
μάλθα
μαλθάσσω
μάλιον
Μαλίς
μαλίς
μάλιστα
μάλκη
μαλκίω
μᾶλλον
μαλλός
μαλός
Μαμμάκυθος
μαμμᾶν
View word page
μάλιον
μάλιον μάλιον (ᾰ), ου, τό, Dim. of μαλλός a lock of hair, Anth.
ShortDef
a lock of hair
Debugging
Headword:
μάλιον
Headword (normalized):
μάλιον
Headword (normalized/stripped):
μαλιον
IDX:
20233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20254
Key:
ma/lion
Data
{'content': 'μάλιον\n μάλιον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of μαλλός\n a lock of hair, Anth.', 'key': 'ma/lion'}