Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαλακός
μαλακότης
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακύνω
μάλα
μαλάσσω
μαλάχη
μάλβαξ
μαλερός
μάλη
μαλθακία
μαλθακίζομαι
μαλθάκινος
μαλθακιστέος
μαλθακός
μαλθακόφωνος
μάλθα
μαλθάσσω
μάλιον
Μαλίς
View word page
μάλη
μάλη .μάλη (μᾰ), ἡ, the arm-pit, Lat. ala, only in phrase ὑπὸ μάλης, under the arm, as the place for carrying concealed weapons, Xen., Plat.:—hence ὑπὸ μάλης underhand, secretly, Lat. furtim, Dem.

ShortDef

the arm-pit

Debugging

Headword:
μάλη
Headword (normalized):
μάλη
Headword (normalized/stripped):
μαλη
IDX:
20224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20245
Key:
ma/lh

Data

{'content': 'μάλη\n .μάλη (μᾰ), ἡ,\n the arm-pit, Lat. ala, only in phrase ὑπὸ μάλης, under the arm, as the place for carrying concealed weapons, Xen., Plat.:—hence ὑπὸ μάλης underhand, secretly, Lat. furtim, Dem.', 'key': 'ma/lh'}