Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαλακίζομαι
μαλακόγειος
μαλακογνώμων
μαλακός
μαλακότης
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακύνω
μάλα
μαλάσσω
μαλάχη
μάλβαξ
μαλερός
μάλη
μαλθακία
μαλθακίζομαι
μαλθάκινος
μαλθακιστέος
μαλθακός
μαλθακόφωνος
μάλθα
View word page
μαλάχη
μαλάχη from μᾰλάσσω μᾰλάχη (λᾰ), ἡ, mallow, Lat. malva, Hes., Ar., etc.

ShortDef

mallow

Debugging

Headword:
μαλάχη
Headword (normalized):
μαλάχη
Headword (normalized/stripped):
μαλαχη
IDX:
20221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20242
Key:
mala/xh

Data

{'content': 'μαλάχη\n from μᾰλάσσω\n μᾰλάχη (λᾰ), ἡ,\n mallow, Lat. malva, Hes., Ar., etc.', 'key': 'mala/xh'}