Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφίπεδος
ἀμφιπέλομαι
ἀμφιπένομαι
ἀμφιπεριπλέγδην
ἀμφιπεριστέφομαι
ἀμφιπεριστρωφάω
ἀμφιπεριτρύζω
ἀμφιπεριφθινύθω
ἀμφιπιάζω
ἀμφιπίπτω
ἀμφίπλεκτος
ἀμφίπληκτος
ἀμφιπλήξ
ἀμφιπολεύω
ἀμφιπολέω
ἀμφίπολις
ἀμφίπολος
ἀμφιπονέομαι
ἀμφιποτάομαι
ἀμφιπρόσωπος
ἀμφιπτυχή
View word page
ἀμφίπλεκτος
ἀμφίπλεκτος intertwined, Soph.; cf. κλῖμαξ.
ShortDef
intertwined
Debugging
Headword:
ἀμφίπλεκτος
Headword (normalized):
ἀμφίπλεκτος
Headword (normalized/stripped):
αμφιπλεκτος
IDX:
2024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2024
Key:
a)mfi/plektos
Data
{'content': 'ἀμφίπλεκτος\n intertwined, Soph.; cf. κλῖμαξ.', 'key': 'a)mfi/plektos'}