Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μακρόχειρ
μακρόχηλος
μάκρων
μάκτρα
μαλακαίπους
μαλακία
μαλακιάω
μαλακίζομαι
μαλακόγειος
μαλακογνώμων
μαλακός
μαλακότης
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακύνω
μάλα
μαλάσσω
μαλάχη
μάλβαξ
μαλερός
μάλη
View word page
μαλακός
μαλακός .μᾰλᾰκός, ή, όν Lat. mollis, soft, Hom., etc.; μ. νειός a fresh-ploughed fallow, Il.; μ. λειμών a soft grassy meadow, Od.; μ. παρειαί Soph.; σώματα Xen.: —adv., καθίζου μαλακῶς sit softly, i. e. on a cushion, Ar. of things not subject to touch, soft, gentle, θάνατος, ὕπνος Hom.; μαλακῶς εὕδειν to sleep softly, Od.; μαλακὰ ἔπεα, μ. λόγοι soft, fair words, Hom.; μ. βλέμμα tender, youthful looks, Ar.; light, mild, ζημία Thuc. in bad sense, of persons, soft, yielding, remiss, Thuc., Xen.:—adv., μαλακωτέρως ἀνθήπτετο attacked him somewhat feebly, Thuc.: —also faint-hearted, effeminate, cowardly, Thuc., Xen.; μαλακὸν οὐδὲν ἐνδιδόναι not to give in from want of spirit, not to flag a whit, Hdt., Ar.

ShortDef

soft

Debugging

Headword:
μαλακός
Headword (normalized):
μαλακός
Headword (normalized/stripped):
μαλακος
IDX:
20214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20235
Key:
malako/s

Data

{'content': 'μαλακός\n .μᾰλᾰκός, ή, όν\n Lat. mollis, soft, Hom., etc.; μ. νειός a fresh-ploughed fallow, Il.; μ. λειμών a soft grassy meadow, Od.; μ. παρειαί Soph.; σώματα Xen.: —adv., καθίζου μαλακῶς sit softly, i. e. on a cushion, Ar.\n of things not subject to touch, soft, gentle, θάνατος, ὕπνος Hom.; μαλακῶς εὕδειν to sleep softly, Od.; μαλακὰ ἔπεα, μ. λόγοι soft, fair words, Hom.; μ. βλέμμα tender, youthful looks, Ar.; light, mild, ζημία Thuc.\n in bad sense, of persons, soft, yielding, remiss, Thuc., Xen.:—adv., μαλακωτέρως ἀνθήπτετο attacked him somewhat feebly, Thuc.: —also faint-hearted, effeminate, cowardly, Thuc., Xen.; μαλακὸν οὐδὲν ἐνδιδόναι not to give in from want of spirit, not to flag a whit, Hdt., Ar.', 'key': 'malako/s'}