Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μακρότονος
μακροτράχηλος
μακροφάρυγξ
μακροφλυαρήτης
μακρόχειρ
μακρόχηλος
μάκρων
μάκτρα
μαλακαίπους
μαλακία
μαλακιάω
μαλακίζομαι
μαλακόγειος
μαλακογνώμων
μαλακός
μαλακότης
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
μαλακύνω
μάλα
μαλάσσω
View word page
μαλακιάω
μαλακιάω μᾰλᾰκιάω, = μαλακίζομαι, Xen., Plut.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαλακιάω
Headword (normalized):
μαλακιάω
Headword (normalized/stripped):
μαλακιαω
IDX:
20210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20231
Key:
malakia/w

Data

{'content': 'μαλακιάω\n μᾰλᾰκιάω,\n = μαλακίζομαι, Xen., Plut.', 'key': 'malakia/w'}