Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάκρος
μακροτένων
μακροτέρως
μακρότονος
μακροτράχηλος
μακροφάρυγξ
μακροφλυαρήτης
μακρόχειρ
μακρόχηλος
μάκρων
μάκτρα
μαλακαίπους
μαλακία
μαλακιάω
μαλακίζομαι
μαλακόγειος
μαλακογνώμων
μαλακός
μαλακότης
μαλακόχειρ
μαλακτήρ
View word page
μάκτρα
μάκτρα μάκτρα, ἡ, μάσσω a kneading-trough, Ar., Xen.

ShortDef

a kneading-trough

Debugging

Headword:
μάκτρα
Headword (normalized):
μάκτρα
Headword (normalized/stripped):
μακτρα
IDX:
20207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20228
Key:
ma/ktra

Data

{'content': 'μάκτρα\n μάκτρα, ἡ,\n μάσσω\n a kneading-trough, Ar., Xen.', 'key': 'ma/ktra'}