Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μακροπώγων
μακρός
μάκρος
μακροτένων
μακροτέρως
μακρότονος
μακροτράχηλος
μακροφάρυγξ
μακροφλυαρήτης
μακρόχειρ
μακρόχηλος
μάκρων
μάκτρα
μαλακαίπους
μαλακία
μαλακιάω
μαλακίζομαι
μαλακόγειος
μαλακογνώμων
μαλακός
μαλακότης
View word page
μακρόχηλος
μακρόχηλος μακρό-χηλος, ον χηλή with long hoofs, Strab.
ShortDef
with long hoofs
Debugging
Headword:
μακρόχηλος
Headword (normalized):
μακρόχηλος
Headword (normalized/stripped):
μακροχηλος
IDX:
20205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20226
Key:
makro/xhlos
Data
{'content': 'μακρόχηλος\n μακρό-χηλος, ον\n χηλή\n with long hoofs, Strab.', 'key': 'makro/xhlos'}