Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μακρόθυμος
μακροκέφαλος
μακροκομέω
μακρόκωλος
μακρολογέω
μακρολογία
μακρολόγος
μακρόμαλλος
μακρόπνοος
μακροπορέω
μακροπορία
μακροπώγων
μακρός
μάκρος
μακροτένων
μακροτέρως
μακρότονος
μακροτράχηλος
μακροφάρυγξ
μακροφλυαρήτης
μακρόχειρ
View word page
μακροπορία
μακροπορία μακροπορία, ἡ, a long way or journey, Strab.
ShortDef
a long way
Debugging
Headword:
μακροπορία
Headword (normalized):
μακροπορία
Headword (normalized/stripped):
μακροπορια
IDX:
20194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20215
Key:
makropori/a
Data
{'content': 'μακροπορία\n μακροπορία, ἡ,\n a long way or journey, Strab.', 'key': 'makropori/a'}