μακροπορέω
μακροπορέω
μακρο-πορέω,
fut. -ήσω
πόρος
to go or travel far, Strab.
{
"content": "μακροπορέω\n μακρο-πορέω,\n fut. -ήσω\n πόρος\n to go or travel far, Strab.",
"key": "makropore/w"
}