Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μακρήγορος
μακρημερία
μακρόβιος
μακροβιότης
μακροβίοτος
μακρόγηρως
μακροδρόμος
μακρόθεν
μακροθυμέω
μακρόθυμος
μακροκέφαλος
μακροκομέω
μακρόκωλος
μακρολογέω
μακρολογία
μακρολόγος
μακρόμαλλος
μακρόπνοος
μακροπορέω
μακροπορία
μακροπώγων
View word page
μακροκέφαλος
μακροκέφαλος μακρο-κέφᾰλος, ον κεφαλή long-headed, of the Scythians, Strab.

ShortDef

long-headed

Debugging

Headword:
μακροκέφαλος
Headword (normalized):
μακροκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
μακροκεφαλος
IDX:
20185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20206
Key:
makroke/falos

Data

{'content': 'μακροκέφαλος\n μακρο-κέφᾰλος, ον\n κεφαλή\n long-headed, of the Scythians, Strab.', 'key': 'makroke/falos'}