Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μακιστήρ
μακκοάω
μακραίων
μακράν
μακραύχην
μακρηγορέω
μακρηγορία
μακρήγορος
μακρημερία
μακρόβιος
μακροβιότης
μακροβίοτος
μακρόγηρως
μακροδρόμος
μακρόθεν
μακροθυμέω
μακρόθυμος
μακροκέφαλος
μακροκομέω
μακρόκωλος
μακρολογέω
View word page
μακροβιότης
μακροβιότης from μακρόβιος μακροβιότης, ητος, ἡ, longevity, Arist.
ShortDef
longevity
Debugging
Headword:
μακροβιότης
Headword (normalized):
μακροβιότης
Headword (normalized/stripped):
μακροβιοτης
IDX:
20178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20199
Key:
makrobio/ths
Data
{'content': 'μακροβιότης\n from μακρόβιος\n μακροβιότης, ητος, ἡ,\n longevity, Arist.', 'key': 'makrobio/ths'}