μακρόβιος
μακρόβιος
μακρό-βιος, ον
βίος
long-lived, Arist.; μακροβιώτατος Hdt.: — οἱ M., an Ethiopian people, Hdt.
{
"content": "μακρόβιος\n μακρό-βιος, ον\n βίος\n long-lived, Arist.; μακροβιώτατος Hdt.: — οἱ M., an Ethiopian people, Hdt.",
"key": "makro/bios"
}