Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαιμάω
Μαίναλον
μαινάς
μαίνη
μαινίς
μαινόλης
μαινόλιος
μαινόλις
μαίνομαι
μαίομαι
μαιόομαι
Μάϊος
Μαῖρα
μαίωσις
Μαιώτης
Μαιωτιστί
μαίωτρα
μακαρία
μακαρίζω
μακάριος
μακαριότης
View word page
μαιόομαι
μαιόομαι μαιόομαι, Dep. to deliver a woman, Luc., Anth. = μαιεύομαι
ShortDef
to deliver
Debugging
Headword:
μαιόομαι
Headword (normalized):
μαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
μαιοομαι
IDX:
20144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20164
Key:
maio/omai
Data
{'content': 'μαιόομαι\n μαιόομαι,\n Dep. to deliver a woman, Luc., Anth.\n = μαιεύομαι', 'key': 'maio/omai'}