Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μαιῆτις
Μαιμακτηριών
Μαιμάκτης
μαιμάσσω
μαιμάω
Μαίναλον
μαινάς
μαίνη
μαινίς
μαινόλης
μαινόλιος
μαινόλις
μαίνομαι
μαίομαι
μαιόομαι
Μάϊος
Μαῖρα
μαίωσις
Μαιώτης
Μαιωτιστί
μαίωτρα
View word page
μαινόλιος
μαινόλιος μαινόλιος, α, ον = μαινόλης, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαινόλιος
Headword (normalized):
μαινόλιος
Headword (normalized/stripped):
μαινολιος
IDX:
20140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20160
Key:
maino/lios

Data

{'content': 'μαινόλιος\n μαινόλιος, α, ον\n = μαινόλης, Anth.', 'key': 'maino/lios'}