Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαιευτικός
Μαιῆτις
Μαιμακτηριών
Μαιμάκτης
μαιμάσσω
μαιμάω
Μαίναλον
μαινάς
μαίνη
μαινίς
μαινόλης
μαινόλιος
μαινόλις
μαίνομαι
μαίομαι
μαιόομαι
Μάϊος
Μαῖρα
μαίωσις
Μαιώτης
Μαιωτιστί
View word page
μαινόλης
μαινόλης μαινόλης, ου, ὁ, μαίνομαι raving, frenzied, Sapph..

ShortDef

raving, frenzied

Debugging

Headword:
μαινόλης
Headword (normalized):
μαινόλης
Headword (normalized/stripped):
μαινολης
IDX:
20139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20159
Key:
maino/lhs

Data

{'content': 'μαινόλης\n μαινόλης, ου, ὁ,\n μαίνομαι\n raving, frenzied, Sapph..', 'key': 'maino/lhs'}