Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
Μαιῆτις
Μαιμακτηριών
Μαιμάκτης
μαιμάσσω
μαιμάω
Μαίναλον
μαινάς
μαίνη
μαινίς
μαινόλης
μαινόλιος
μαινόλις
μαίνομαι
μαίομαι
μαιόομαι
Μάϊος
Μαῖρα
View word page
μαινάς
μαινάς μαινάς, άδος, μαίνομαι raving, frantic, Eur. as Subst. a mad woman, Il.: esp. a Bacchante, Bacchanal, Maenad, Soph.; of the Furies, Aesch.; of Cassandra, Eur. act. causing madness, Pind.
ShortDef
raving, frantic
Debugging
Headword:
μαινάς
Headword (normalized):
μαινάς
Headword (normalized/stripped):
μαινας
IDX:
20136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20156
Key:
maina/s
Data
{'content': 'μαινάς\n μαινάς, άδος,\n μαίνομαι\n raving, frantic, Eur.\n as Subst. a mad woman, Il.: esp. a Bacchante, Bacchanal, Maenad, Soph.; of the Furies, Aesch.; of Cassandra, Eur.\n act. causing madness, Pind.', 'key': 'maina/s'}