Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μαιάς
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
Μαιῆτις
Μαιμακτηριών
Μαιμάκτης
μαιμάσσω
μαιμάω
Μαίναλον
μαινάς
μαίνη
μαινίς
μαινόλης
μαινόλιος
μαινόλις
μαίνομαι
μαίομαι
μαιόομαι
Μάϊος
View word page
Μαίναλον
Μαίναλον Μαίναλον, ου, τό, Mount Maenalus in Arcadia, sacred to Pan, Theocr.:—adj. Μαινάλιος, η, ον, Pind.; ἡ Μαιναλία ( sc. χώρα) Thuc.

ShortDef

Mount Maenalus

Debugging

Headword:
Μαίναλον
Headword (normalized):
μαίναλον
Headword (normalized/stripped):
μαιναλον
IDX:
20135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20155
Key:
*mai/nalon

Data

{'content': 'Μαίναλον\n Μαίναλον, ου, τό,\n Mount Maenalus in Arcadia, sacred to Pan, Theocr.:—adj. Μαινάλιος, η, ον, Pind.; ἡ Μαιναλία ( sc. χώρα) Thuc.', 'key': '*mai/nalon'}