Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαζίσκη
μαζονόμος
μάθημα
μαθηματικός
μάθησις
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μάθος
Μαίανδρος
μαῖα
Μαῖα
Μαιάς
μαίευμα
μαιεύομαι
μαίευσις
μαιευτικός
Μαιῆτις
View word page
μαθητός
μαθητός μᾰθητός, ή, όν learnt, that may be learnt, Xen., Plat.

ShortDef

learnt, that may be learnt

Debugging

Headword:
μαθητός
Headword (normalized):
μαθητός
Headword (normalized/stripped):
μαθητος
IDX:
20120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20140
Key:
maqhto/s

Data

{'content': 'μαθητός\n μᾰθητός, ή, όν\n learnt, that may be learnt, Xen., Plat.', 'key': 'maqhto/s'}