Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαδάω
μᾶδδα
μᾶζα
μαζίσκη
μαζονόμος
μάθημα
μαθηματικός
μάθησις
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μάθος
Μαίανδρος
μαῖα
Μαῖα
Μαιάς
μαίευμα
μαιεύομαι
View word page
μαθητής
μαθητής μᾰθητής, οῦ, μανθάνω a learner, pupil, Lat. discipulus, Hdt., Plat., etc.

ShortDef

a learner, pupil

Debugging

Headword:
μαθητής
Headword (normalized):
μαθητής
Headword (normalized/stripped):
μαθητης
IDX:
20117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20137
Key:
maqhth/s

Data

{'content': 'μαθητής\n μᾰθητής, οῦ,\n μανθάνω\n a learner, pupil, Lat. discipulus, Hdt., Plat., etc.', 'key': 'maqhth/s'}