Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαδαρός
μαδάω
μᾶδδα
μᾶζα
μαζίσκη
μαζονόμος
μάθημα
μαθηματικός
μάθησις
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μάθος
Μαίανδρος
μαῖα
Μαῖα
Μαιάς
μαίευμα
View word page
μαθητεύω
μαθητεύω μᾰθητεύω, fut. -σω to be pupil, τινί to one, Plut. trans. to make a disciple of, instruct, NTest. from μᾰθητής

ShortDef

to be pupil

Debugging

Headword:
μαθητεύω
Headword (normalized):
μαθητεύω
Headword (normalized/stripped):
μαθητευω
IDX:
20116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20136
Key:
maqhteu/w

Data

{'content': 'μαθητεύω\n μᾰθητεύω,\n fut. -σω\n to be pupil, τινί to one, Plut.\n trans. to make a disciple of, instruct, NTest.\n from μᾰθητής', 'key': 'maqhteu/w'}