Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαγοφόνια
μαδαρός
μαδάω
μᾶδδα
μᾶζα
μαζίσκη
μαζονόμος
μάθημα
μαθηματικός
μάθησις
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μάθος
Μαίανδρος
μαῖα
Μαῖα
Μαιάς
View word page
μαθητέος
μαθητέος μᾰθητέος, α, ον verb. adj. of μανθάνω to be learnt, Hdt. μαθητέον, one must learn, Ar., Xen.
ShortDef
to be learnt
Debugging
Headword:
μαθητέος
Headword (normalized):
μαθητέος
Headword (normalized/stripped):
μαθητεος
IDX:
20115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20135
Key:
maqhte/os
Data
{'content': 'μαθητέος\n μᾰθητέος, α, ον\n verb. adj. of μανθάνω\n to be learnt, Hdt.\n μαθητέον, one must learn, Ar., Xen.', 'key': 'maqhte/os'}