Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μαγικός
Μάγνης
Μάγος
μαγοφόνια
μαδαρός
μαδάω
μᾶδδα
μᾶζα
μαζίσκη
μαζονόμος
μάθημα
μαθηματικός
μάθησις
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικός
μαθητός
μάθος
Μαίανδρος
View word page
μάθημα
μάθημα μάθημα, ατος, τό, μανθάνω that which is learnt, a lesson, Hdt., Soph., etc. learning, knowledge, science, oft. in pl., Ar., Thuc., etc.: esp. the mathematical sciences, Plat., etc.

ShortDef

that which is learnt, a lesson

Debugging

Headword:
μάθημα
Headword (normalized):
μάθημα
Headword (normalized/stripped):
μαθημα
IDX:
20112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20132
Key:
ma/qhma

Data

{'content': 'μάθημα\n μάθημα, ατος, τό,\n μανθάνω\n that which is learnt, a lesson, Hdt., Soph., etc.\n learning, knowledge, science, oft. in pl., Ar., Thuc., etc.: esp. the mathematical sciences, Plat., etc.', 'key': 'ma/qhma'}