Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μάγευμα
μαγεύς
μαγεύω
μαγικός
Μάγνης
Μάγος
μαγοφόνια
μαδαρός
μαδάω
μᾶδδα
μᾶζα
μαζίσκη
μαζονόμος
μάθημα
μαθηματικός
μάθησις
μαθητέος
μαθητεύω
View word page
μαδαρός
μαδαρός μᾰδᾰρός, ά, όν μαδάω wet, flaccid: bald, Anth.
ShortDef
wet, flaccid: bald
Debugging
Headword:
μαδαρός
Headword (normalized):
μαδαρός
Headword (normalized/stripped):
μαδαρος
IDX:
20106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20126
Key:
madaro/s
Data
{'content': 'μαδαρός\n μᾰδᾰρός, ά, όν\n μαδάω\n wet, flaccid: bald, Anth.', 'key': 'madaro/s'}