Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάγγανον
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μάγευμα
μαγεύς
μαγεύω
μαγικός
Μάγνης
Μάγος
μαγοφόνια
μαδαρός
μαδάω
μᾶδδα
μᾶζα
μαζίσκη
μαζονόμος
μάθημα
μαθηματικός
View word page
Μάγνης
Μάγνης Μάγνης, ητος, a Magnesian, a dweller in Magnesia in Thessaly, Il., etc.; or Magnesia in Lydia, Hdt., etc.: fem. Μάγνησσα, Theocr.:—adj. Μαγνητικός, ή, όν Magnesian, Aesch.; fem. Μαγνῆτις, ιδος, Pind. Μαγνῆτις λίθος, the magnet, Plat.

ShortDef

Magnesian, of Magnesia

Debugging

Headword:
Μάγνης
Headword (normalized):
μάγνης
Headword (normalized/stripped):
μαγνης
IDX:
20103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20123
Key:
*ma/gnhs

Data

{'content': 'Μάγνης\n Μάγνης, ητος,\n a Magnesian, a dweller in Magnesia in Thessaly, Il., etc.; or Magnesia in Lydia, Hdt., etc.: fem. Μάγνησσα, Theocr.:—adj. Μαγνητικός, ή, όν Magnesian, Aesch.; fem. Μαγνῆτις, ιδος, Pind.\n Μαγνῆτις λίθος, the magnet, Plat.', 'key': '*ma/gnhs'}