Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μαγάς
μαγγάνευμα
μαγγανεύω
μάγγανον
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μάγευμα
μαγεύς
μαγεύω
μαγικός
Μάγνης
Μάγος
μαγοφόνια
μαδαρός
μαδάω
μᾶδδα
μᾶζα
μαζίσκη
View word page
μαγεύς
μαγεύς μᾰγεύς, έως, μάσσω one who wipes, Anth.
ShortDef
one who wipes
Debugging
Headword:
μαγεύς
Headword (normalized):
μαγεύς
Headword (normalized/stripped):
μαγευς
IDX:
20100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20120
Key:
mageu/s
Data
{'content': 'μαγεύς\n μᾰγεύς, έως,\n μάσσω\n one who wipes, Anth.', 'key': 'mageu/s'}