Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μάγαδις
μαγάς
μαγγάνευμα
μαγγανεύω
μάγγανον
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μάγευμα
μαγεύς
μαγεύω
μαγικός
Μάγνης
Μάγος
μαγοφόνια
μαδαρός
μαδάω
μᾶδδα
μᾶζα
View word page
μάγευμα
μάγευμα μάγευμα, ατος, εος, μᾰγεύω a piece of magic art; in pl. charms, spells, Eur.

ShortDef

a piece of magic art

Debugging

Headword:
μάγευμα
Headword (normalized):
μάγευμα
Headword (normalized/stripped):
μαγευμα
IDX:
20099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20119
Key:
ma/geuma

Data

{'content': 'μάγευμα\n μάγευμα, ατος, εος,\n μᾰγεύω\n a piece of magic art; in pl. charms, spells, Eur.', 'key': 'ma/geuma'}