μαγειρικός
μᾰγειρικός, ή, όν
μάγειρος
fit for a cook or cookery, Ar., etc.:— ἡ μαγειρικὴ τέχνη cookery, Plat.:—adv. -κῶς, in a cook-like way, like a true "artist, " Ar.
{'content': 'μαγειρικός\n μᾰγειρικός, ή, όν\n μάγειρος\n fit for a cook or cookery, Ar., etc.:— ἡ μαγειρικὴ τέχνη cookery, Plat.:—adv. -κῶς, in a cook-like way, like a true "artist, " Ar.', 'key': 'mageiriko/s'}