Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λώφησις
μαγάδιον
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνευμα
μαγγανεύω
μάγγανον
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγειρεύω
μαγειρικός
μάγειρος
μάγευμα
μαγεύς
μαγεύω
μαγικός
Μάγνης
Μάγος
μαγοφόνια
μαδαρός
μαδάω
View word page
μαγειρικός
μαγειρικός μᾰγειρικός, ή, όν μάγειρος fit for a cook or cookery, Ar., etc.:— ἡ μαγειρικὴ τέχνη cookery, Plat.:—adv. -κῶς, in a cook-like way, like a true "artist, " Ar.

ShortDef

fit for a cook

Debugging

Headword:
μαγειρικός
Headword (normalized):
μαγειρικός
Headword (normalized/stripped):
μαγειρικος
IDX:
20097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20117
Key:
mageiriko/s

Data

{'content': 'μαγειρικός\n μᾰγειρικός, ή, όν\n μάγειρος\n fit for a cook or cookery, Ar., etc.:— ἡ μαγειρικὴ τέχνη cookery, Plat.:—adv. -κῶς, in a cook-like way, like a true "artist, " Ar.', 'key': 'mageiriko/s'}