Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λωποδύτης
λῶπος
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτόεις
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοφάγοι
λωφάω
λωφήϊος
λώφησις
μαγάδιον
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνευμα
μαγγανεύω
μάγγανον
μαγεία
μαγειρεῖον
μαγειρεύω
View word page
λωφήϊος
λωφήϊος from λωφάω λωφήιος, α, ον relieving, λ. ἱερά expiatory offerings, Apoll.

ShortDef

relieving

Debugging

Headword:
λωφήϊος
Headword (normalized):
λωφήϊος
Headword (normalized/stripped):
λωφηιος
IDX:
20086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20106
Key:
lwfh/ios

Data

{'content': 'λωφήϊος\n from λωφάω\n λωφήιος, α, ον\n relieving, λ. ἱερά expiatory offerings, Apoll.', 'key': 'lwfh/ios'}