Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λώπη
λωπίζω
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτόεις
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοφάγοι
λωφάω
λωφήϊος
λώφησις
μαγάδιον
μάγαδις
μαγάς
μαγγάνευμα
μαγγανεύω
μάγγανον
View word page
λωτοτρόφος
λωτοτρόφος λωτο-τρόφος, ον λωτός I producing lotus, Eur.

ShortDef

producing lotus

Debugging

Headword:
λωτοτρόφος
Headword (normalized):
λωτοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
λωτοτροφος
IDX:
20083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20103
Key:
lwtotro/fos

Data

{'content': 'λωτοτρόφος\n λωτο-τρόφος, ον\n λωτός I\n producing lotus, Eur.', 'key': 'lwtotro/fos'}