Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λωΐων
λῶμα
Λῷος
λώπη
λωπίζω
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτόεις
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοφάγοι
λωφάω
λωφήϊος
λώφησις
μαγάδιον
μάγαδις
μαγάς
View word page
λώτισμα
λώτισμα λώτισμα, ατος, εος, a flower: metaph. the fairest, choicest, best, Eur.
ShortDef
a flower
Debugging
Headword:
λώτισμα
Headword (normalized):
λώτισμα
Headword (normalized/stripped):
λωτισμα
IDX:
20080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20100
Key:
lw/tisma
Data
{'content': 'λώτισμα\n λώτισμα, ατος, εος,\n a flower: metaph. the fairest, choicest, best, Eur.', 'key': 'lw/tisma'}