Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
λωΐων
λῶμα
Λῷος
λώπη
λωπίζω
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτόεις
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοφάγοι
λωφάω
View word page
λωποδυτέω
λωποδυτέω λωποδῠτέω, fut. -ήσω to steal clothes, esp. from bathers or travellers, Plat., Xen. generally, to rob, plunder, Ar. from λωποδύτης (ῠ)
ShortDef
to steal clothes
Debugging
Headword:
λωποδυτέω
Headword (normalized):
λωποδυτέω
Headword (normalized/stripped):
λωποδυτεω
IDX:
20075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20095
Key:
lwpodute/w
Data
{'content': 'λωποδυτέω\n λωποδῠτέω,\n fut. -ήσω\n to steal clothes, esp. from bathers or travellers, Plat., Xen.\n generally, to rob, plunder, Ar.\n from λωποδύτης (ῠ)', 'key': 'lwpodute/w'}