Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
λωΐων
λῶμα
Λῷος
λώπη
λωπίζω
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτόεις
λωτός
λωτοτρόφος
λωτοφάγοι
View word page
λωπίζω
λωπίζω λωπίζω, λῶπος to cover, cloak, Soph.
ShortDef
to cover, cloak
Debugging
Headword:
λωπίζω
Headword (normalized):
λωπίζω
Headword (normalized/stripped):
λωπιζω
IDX:
20074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20094
Key:
lwpi/zw
Data
{'content': 'λωπίζω\n λωπίζω,\n λῶπος\n to cover, cloak, Soph.', 'key': 'lwpi/zw'}