Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λωβεύω
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
λωΐων
λῶμα
Λῷος
λώπη
λωπίζω
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτόεις
λωτός
λωτοτρόφος
View word page
λώπη
λώπη λώπη, ἡ, λέπω a covering, robe, mantle, Od., Theocr.

ShortDef

a covering, robe, mantle

Debugging

Headword:
λώπη
Headword (normalized):
λώπη
Headword (normalized/stripped):
λωπη
IDX:
20073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20093
Key:
lw/ph

Data

{'content': 'λώπη\n λώπη, ἡ,\n λέπω\n a covering, robe, mantle, Od., Theocr.', 'key': 'lw/ph'}