Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
λωΐων
λῶμα
Λῷος
λώπη
λωπίζω
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λωτίζομαι
λώτινος
λώτισμα
λωτόεις
View word page
λῶμα
λῶμα λῶμα, ατος, εος, the border of a robe:—Dim. λωμάτιον, τό, Anth.
ShortDef
the border of a robe
Debugging
Headword:
λῶμα
Headword (normalized):
λῶμα
Headword (normalized/stripped):
λωμα
IDX:
20071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20091
Key:
lw=ma
Data
{'content': 'λῶμα\n λῶμα, ατος, εος,\n the border of a robe:—Dim. λωμάτιον, τό, Anth.', 'key': 'lw=ma'}