Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λύχνος
λυχνοφόρος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
λωΐων
λῶμα
Λῷος
λώπη
λωπίζω
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λωτίζομαι
λώτινος
View word page
λωβήτωρ
λωβήτωρ λωβήτωρ, ορος, = λωβητήρ, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λωβήτωρ
Headword (normalized):
λωβήτωρ
Headword (normalized/stripped):
λωβητωρ
IDX:
20069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20089
Key:
lwbh/twr

Data

{'content': 'λωβήτωρ\n λωβήτωρ, ορος,\n = λωβητήρ, Anth.', 'key': 'lwbh/twr'}