Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοφόρος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
λωΐων
λῶμα
Λῷος
λώπη
λωπίζω
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λωτίζομαι
View word page
λωβητός
λωβητός λωβητός, ή, όν λωβάομαι despitefully treated, outraged, Il., Soph. act. insulting, abusive, Soph.
ShortDef
despitefully treated, outraged
Debugging
Headword:
λωβητός
Headword (normalized):
λωβητός
Headword (normalized/stripped):
λωβητος
IDX:
20068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20088
Key:
lwbhto/s
Data
{'content': 'λωβητός\n λωβητός, ή, όν\n λωβάομαι\n despitefully treated, outraged, Il., Soph.\n act. insulting, abusive, Soph.', 'key': 'lwbhto/s'}