Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λυχνοκαΐα
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοφόρος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
λωΐων
λῶμα
Λῷος
λώπη
λωπίζω
λωποδυτέω
View word page
λωβήτειρα
λωβήτειρα fem. of λωβητήρ, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λωβήτειρα
Headword (normalized):
λωβήτειρα
Headword (normalized/stripped):
λωβητειρα
IDX:
20065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20085
Key:
lwbh/teira
Data
{'content': 'λωβήτειρα\n fem. of λωβητήρ, Anth.', 'key': 'lwbh/teira'}