Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λυχνεών
λυχνίον
λυχνίσκος
λυχνίς
λυχνίτης
λυχνοκαΐα
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοφόρος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
λωΐων
View word page
λυχνοφόρος
λυχνοφόρος λυχνο-φόρος, ον φέρω carrying a lamp, Plut.
ShortDef
carrying a lamp
Debugging
Headword:
λυχνοφόρος
Headword (normalized):
λυχνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λυχνοφορος
IDX:
20060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20080
Key:
luxnofo/ros
Data
{'content': 'λυχνοφόρος\n λυχνο-φόρος, ον\n φέρω\n carrying a lamp, Plut.', 'key': 'luxnofo/ros'}