Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφιμάσχαλος
ἀμφιμάχητος
ἀμφιμάχομαι
ἀμφιμέλας
ἀμφιμερίζομαι
ἀμφιμήτορες
ἀμφιμυκάομαι
ἀμφινεικής
ἀμφινέμομαι
ἀμφινεύω
ἀμφινοέω
ἀμφιξέω
ἀμφίξοος
ἀμφίπαλτος
ἀμφιπατάσσω
ἀμφί
ἀμφίπεδος
ἀμφιπέλομαι
ἀμφιπένομαι
ἀμφιπεριπλέγδην
ἀμφιπεριστέφομαι
View word page
ἀμφινοέω
ἀμφινοέω to think both ways, be in doubt, Soph.

ShortDef

to think both ways, be in doubt

Debugging

Headword:
ἀμφινοέω
Headword (normalized):
ἀμφινοέω
Headword (normalized/stripped):
αμφινοεω
IDX:
2008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2008
Key:
a)mfinoe/w

Data

{'content': 'ἀμφινοέω\n to think both ways, be in doubt, Soph.', 'key': 'a)mfinoe/w'}