Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λυτρωτής
λυχνεών
λυχνίον
λυχνίσκος
λυχνίς
λυχνίτης
λυχνοκαΐα
λυχνοποιός
λυχνόπολις
λυχνοπώλης
λύχνος
λυχνοφόρος
λύω
λωβάομαι
λωβεύω
λώβη
λωβήτειρα
λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
View word page
λύχνος
λύχνος .λύχνος, ὁ, pl. λύχνοι and λύχνα:— a portable light, a lamp, carried in the hand or set on a lamp-stand (λυχνίον) , Od., Hdt., Attic; περὶ λύχνων ἁφάς about lamplighting time, Hdt. in pl. the lamp-market, Ar.

ShortDef

a portable light, a lamp

Debugging

Headword:
λύχνος
Headword (normalized):
λύχνος
Headword (normalized/stripped):
λυχνος
IDX:
20059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20079
Key:
lu/xnos

Data

{'content': 'λύχνος\n .λύχνος, ὁ,\n pl. λύχνοι and λύχνα:— a portable light, a lamp, carried in the hand or set on a lamp-stand (λυχνίον) , Od., Hdt., Attic; περὶ λύχνων ἁφάς about lamplighting time, Hdt.\n in pl. the lamp-market, Ar.', 'key': 'lu/xnos'}